Friday, June 15, 2007

ΣΚΛΗΡΟ


Μια μέρα θα βρω κάποιον που θα με καταλαβαίνει. Αλήθεια! Θα σκέφτεται αυτό που σκέφτομαι κι εγώ, την ίδια στιγμή. Θα μου λέει όσα περιμένω ν

ακούσω πριν ακόμη καλά καλά τα σκεφτώ, σα να ναι μες το μυαλό μου. Θα ξέρει πότε πρέπει να μου μιλήσει με λόγια και πότε με σιωπή και όταν θα κλαίω δε θα ρωτάει γιατί αφού θα ξέρει από πριν την αιτία. Θα μ ακούει και θα νοιάζεται αληθινά για μένα με μια στοργή σχεδόν πατρική. Και θα μ
αγκαλιάζει... Ξέρεις πόσο συχνά θα μ αγκαλιάζει; Συνέχεια! Θα χει συνέχεια
ανοιχτή την αγκαλιά του και εγώ θ ασφυκτιώ μέσα της με ένοχη συγκατάβάση.

Ήθελα πολύ να φύγω. Να με πάρω από κει για να με σώσω, ήθελα ν' αδειάσω
εντελώς το δωμάτιό από μένα. Σκέφτηκα να πάρω κι εκείνη την κάρτα απτον τοίχο και τον κουμπαρά και το ασπρόμαυρο βιβλιαράκι και αυτούς τους φακέλους που σ αρέσει να με κλείνεις μέσα τους, τέλος τα κεράκια και δυο-τρία βιβλία που σου χω χαρίσει, κάτι μικροπράγματα και τη φωτογραφία μου κάτω απτο τζάμι. Τίποτα να μη με θυμίζει. Να χει πιο πολύ χώρο το δωμάτιο, να χωρέσει την κούρασή σου κι όλα αυτά που τόσο σε αγχώνουν, τα βιβλία της σχολής που διαβάζεις στο μετρό, τα περιοδικά που μαζεύεις, τις ταινίες σου, τα άσπρα φακελάκια που αγοράζεις για να βάζεις τα cd κι όλες τις αμφιβολίες σου για μένα.

Ξέρεις, υπάρχει κόσμος που κυκλοφορεί στις εφτά το πρωί!.. Συνάντησα
πολλές γιαγιούλες που πήγαιναν προς την εκκλησία στην πλατεία του Α.Αντωνίου,
έναν κύριο με μια τεράστια σακούλα jumbo, τρεις Κινέζους τουρίστες, μια κοπέλα με άκρως βραδυνό ντύσιμο, ένα ζευγάρι αταίριαστων μεσηλίκων, έναν περίεργο τύπο που χε δέσει τη σημαία της Αμερικής στο κεφάλι, έναν πατέρα με το γιό του που δεν πρόλαβαν να μπουν στο βαγόνι... Θα είχα παρατηρήσει περισσότερους μα μην ξαχνάς το περιστατικό με το σκυλί κάτω απ το σπίτι σου που μου χάλασε τη διάθεση. Γαύγισε και ήρθε προς το μερος μου πολύ αγριεμένο, τρόμαξα, ούρλιαξα κι έκανα πίσω χωρίς να προβλέψω την ύπαρξη τοίχου, χτύπησα αριστερά στην πλάτη, έπεσα κάτω, ξύστηκε το πόδι μου με το έδαφος, μια χαζή πλήγη σαν αυτές που είχαμε μονίμως στα γόνατα όταν ήμασταν παιδιά. Πόσο ταπεινωμένη ένιωσα. Πόσο ηλίθια. Αλλά ούτε πάλι νίκησα το φόβο μου. Περίμενα εκεί και το κοίταζα ώσπου ήρθε αυτή η κύρια και το πήρε.Αν δεν είχε έρθει ακόμη εκεί θα 'μουνα τώρα.

Σε είχα στην αγκαλιά μου ενώ προσπαθούσες να κοιμηθείς κι έκλαιγα.
Ήθελα μόνο να φύγω, όχι να με πας εσύ ούτε να κάνω την προσωπική μου
σκηνή-φεύγω δήθεν νευριασμένη και μόνη με μοναδικό στόχο να τρέξεις από πίσω μου
"αν πραγματικά ενδιαφέρεσαι". Ήθελα να βγω έξω για να μπορέσω να σκεφτώ πιο καθαρά. Κοιτούσα τα σώματά μας. Το στήθος μου. Δε μου φαινόταν καθόλου σεξουαλικό. Αυτό το χρώμα που έχουν τα σώματα ξεπερνάει την έννοια του φυσικού. Είναι πιο φυσικό απ το χρώμα του ξύλου ή απ το πράσινο των δέντρων ή από αυτό το απροσδιόριστο χρώμα του νερού. Γιατί κάτω απ το δέρμα υπάρχει αίμα που συνεχώς κυλάει. Σκέφτηκες ποτέ πως το αίμα κρύβει μέσα του τόση ζωή;...

Σκέφτομαι καμιά φορά και το σώμα του Βασίλη. Το άψυχο σώμα του Βασίλη.
Πώς θα ήτανε την ώρα ακριβώς που σκοτώθηκε μες το διαλυμένο αυτοκίνητο, με
αίματα (το αίμα κρύβει και θάνατο) ή απείραχτο παρά το ατύχημα και μετά
κάτασπρο και παγωμένο. Τον αγαπούσα το Βασίλη γιατί το πρόσωπό του
έλαμπε κι όλο χαμογελούσε. Κάθε βράδυ μου λέει "ζήσε, ζήσε, ζήσε"...

Δε θέλω να σε βαραίνω, όπως είπες. Καταρχήν δε θέλω να σε βαραίνει
τίποτα κι έπειτα αν κάτι σε βαραίνει, να μην είμαι εγώ. Όμως ούτε θέλω να
υποκρίνομαι, όπως είπες. Έχω πολλές απαιτήσεις από σένα, δε θέλω να τις ξεχνάω
λέγοντας ψέματα για να μη σε στενοχωρώ. Αλλά πάλι κουράστηκα λίγο μ αυτήν την κατάσταση. Πότε λίγο καλά πότε λίγο άσχημα, πάντα αυτό το καταραμένο ανατρέψιμο περίπου που τώρα πια το ξέρω: θα με κυνηγάει πάντα. Νιώθω πως χρειάζομαι χρόνο για όλα. Συγγνώμη για την επιπλέον κούραση που σου προκάλεσα και που σε "πηγαινοέφερα μες το βράδυ".

No comments: