Saturday, March 17, 2007

ΤΩΡΑ

Τώρα που το μυαλό και η καρδιά μου βρίσκονται σε σύγχυση, κοίτα γύρω σου ανθρώπους, όλοι άγνωστοι, ποιοι είναι, τι διεκδικούν και τι θα καταλάβουν αν τους πω για τα άδεια ατέλειωτα βράδια μου που μόνο το φως του ήλιου μπορεί να με λυτρώσει, τους μιλάω αλλά η φωνή μου δεν φτάνει μέχρι τ' αυτιά τους, τους κοιτάζω μα νιώθω πως δεν τους βλέπω, ξέρω πολλά γι' αυτούς μα δεν έχω νιώσει την ανάσα τους, δεν έχω συγκρατήσει τη μυρωδιά τους -ούτε τους έχω πληγώσει ποτέ.

Τώρα που ψάχνω κάποιον να μιλήσω,να είμαι εγώ όταν του μιλάω και να μη χρειάζεται να χαμογελάω, και δεν βρίσκω -αλήθεια δεν βρίσκω τέτοιο άνθρωπο, έχω πια δύο εαυτούς, ο ένας είναι αυτός που ξέρεις και ο άλλος είναι ένα μισητό πρόχειρο κατασκεύασμα που εγώ επινόησα για να είμαι "αρεστή", ιδανική για παρέα και καλή κοπέλα. Γιατί να είμαι καλή αφού αυτή μου η αγωνία είναι υπεύθυνη για τόσα λάθη που έχω κάνει; Που εμπιστεύτηκα ανθρώπους που δεν έπρεπε, που δεν πίστεψα σε άλλους που έπρεπε, που είπα λόγια σκληρά και ψεύτικα και απότομα και κρύα, να, όλα αυτά σκέφτομαι τα βράδια και δεν μπορώ να ησυχάσω με τίποτα, με πιάνει αυτός ο φόβος στην καρδιά, κι είναι τόσο μα τόσο φριχτός γιατί κρύβει μέσα του βαθύ παράπονο, γιατί έχω κάνει κι εγώ αμέτρητα λάθη αλλά δεν μπορώ να τα καταλογίσω όλα μα όλα σ' ’εμένα, αφού και οι άλλοι με πόνεσαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.

Τώρα που κάθε μέρα νιώθω να μεγαλώνω -και να μεγαλώνω όχι στα χρόνια, μα στην ψύχη. Κάπου έλεγε πως η σοφία της ψυχής αποκτιέται με πόνο, μα εγώ πονάω και δε γίνομαι πιο σοφή, αν γινόμουν θα είχα και γνώση, αλλά τώρα τίποτα δεν ξέρω, ούτε πως να φερθώ, ούτε τι να διαλέξω και τι ν' ’αφήσω πίσω, ούτε τι είμαι, μια ακατάσχετη φιγούρα, χλωμή σκιά, μικρά ενωμένα κύτταρα απο διαφορετικούς ευπαθείς οργανισμούς, τότε ήμουν ένα κοριτσάκι, ένα παιδί που πήγαινε σχολείο, διάβαζε πολύ, με κοτσίδα, σιδεράκια και γυαλιά, που είχε ένα στόχο, τώρα δεν έχω κανένα σκοπό -δε βιάζομαι να πετύχω τίποτα.

Τώρα που οι σκέψεις μου γίναν τόσες πολλές που με τρελαίνουν, με πνίγουν, όλα τ' ’αναλύω, πώς θα ήταν αλλιώς, γιατί είναι έτσι και για πόσο.

Τώρα που όλους τους παρατηρώ και σχεδόν πάντα ο καθένας έχει κάτι που ολότελα εμένα μου λείπει, αλλά το βασικό είναι ότι μου έλειπε πάντα. Τι να 'ναι αυτό; Μήπως ανασφάλεια; Δεν ξέρω, άρα η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση που νόμιζα πως είχα ήταν ένα τόσο μεγάλο ψέμα. Κι όμως, δεν μπορεί να κορόιδευα τους άλλους και τον ίδιο μου τον εαυτό, η ιδέα και μόνο πως είμαι ανασφαλής υπερνικά σε τρόμο όλες μου τις ανασφάλειες.
Τώρα που κατάφερα επιτέλους να γεμίσω τη ζωή μου με πολλά πράγματα αλλά πάντα υπάρχει αυτό το κενό, έτσι, γιατί νιώθω πως πουθενά δεν ανήκω, τίποτα δε με γεμίζει ολότελα, πάντα κάτι κλαίει απο ανικανοποίηση, πώς θα το αντιμετωπίσω αυτό; Δεν μπορώ να τα δοκιμάσω όλα απο φόβο μήπως και τότε ακόμα δε βρω τίποτα ιδανικό και δε θα χω πια καμία ελπίδα.

Τώρα που κάθε μα κάθε μέρα λέω στον εαυτό μου πως η ζωή είναι μία και μικρή και τί νόημα έχουν όλα αυτά, γιατί να κάνουμε τόσα πράγματα που μας δυσαρεστούν αφού όλα μάταια είναι, γιατί να μην προσπαθούμε να περάσουμε καλά, ό,τι και αν σημαίνει αυτό, και στεναχωριόμαστε για βλακείες ενώ είμαστε καλά, δεν ξέρω.

Τώρα που η αισιοδοξία μου έχει φτάσει στον μείον άπειρο γιατί τίποτα καλό ή αναπάντεχο δε συμβαίνει, αλλά και αυτό που λέω τώρα μοιάζει αχάριστο αφού είμαι καλά αλλά και πάλι δεν μπορώ να αρκεστώ στο ότι είμαι καλά μέχρι να μην είμαι καλά.
Τώρα που όσο περνούν οι μέρες θλίβομαι και νιώθω να μικραίνω και γίνομαι μικροσκοπική, μια απειροελάχιστη ύλη σ' ’έναν κόσμο που δεν ξέρω πως δημιουργήθηκε, θα μπορούσα να έχω την ίδια μάζα με έναν κόκκο άμμου αλλά κρίμα για μένα που δεν μπορώ να έχω την ελαφρότητά του.

Τώρα λοιπόν που βρίσκομαι στο μεταίχμιο φθοράς και αφθαρσίας και ξύπνησα αυτό το πρωί της Κυριακής, τι να σημαίνει ένα ακόμη μελαγχολικό πρωινό μετά απο τόσες μέρες που βρέχει, (ξέρω ότι δεν θα βρέχει για πάντα), κι αποφάσισα να σου γράψω όλα αυτά κι ας παίρνω το ρίσκο να μην τα σεβαστείς και να μην τα εκτιμήσεις, κι είναι τόσο πολύτιμα για μένα και δεν ξέρω καθόλου το γιατί στα έγραψα αλλά δεν πειράζει γιατί είτε τα εκτιμήσεις είτε μετανιώσω πικρά που στα έστειλα πάλι κάτι θα έχω να κερδίσω. Όλα, όλα γίνονται για κάποιο λόγο, οπότε μην υποκριθείς, όχι σ' ’εμένα.

ΠΡΩΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Κάθε φορά λίγο πριν κατέβω στην αποβάθρα ακούω το θόρυβο του τρένου που μόλις έφτασε και τρέχω γρήγορα,κατεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά για να το προλάβω. Εννιά στις δέκα φορές και αφού η προσπάθειά μου μοιάζει επαρκής,αντικρύζω το τρένο που πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Λουφάζω και περιμένω το δικό μου τρένο χωρίς ιδιαίτερη ανυπομονησία. Δίπλα μου, κύριοι που κρατούν χαρτοφύλακες, παιδιά με σχολικές τσάντες,γυναίκες με ψώνια, κοπέλες με μικρές κομψές τσάντες, εσύ/

Αυτή η σιωπή τα ξέρει όλα. Ντύνει τις σκέψεις μου με φαρδιά κόκκινα υφάσματα και τις σπρώχνει για να βγούν στη σκηνή. Όλες οι άσχημες κοπέλες που με κοιτάζουν μ' επιμονή στα μάτια κι εκείνοι οι νεαροί με τα πολύ πεταχτά αυτιά και το ατσούμπαλο σώμα που με φλερτάρουν στο λεωφορείο, νιώθω πως θέλουν να φάνε κάτι απο μένα. Ένα ''καλό'' κομμάτι μου. Θα 'θελαν να χουν αυτό που τους έκανε να με παρατηρήσουν. Αυτο που θα τους έκανε να ξυπνήσουν ένα πρωί και να λάμπουν μέσα στα γκρι ρούχα τους. Οι άσχημοι άνθρωποι φοράνε πάντα άσχημα ρούχα. Ή γκρι μουντά χρώματα ή ρούχα με πολλές διαφορετικές αποχρώσεις που δημιουργούν μια αστεία-μελαγχολική εικόνα στο σύνολό τους/

Κάθε φορά που λέω πως ήρθε ο καιρός να ξεκινήσω κάτι καινούριο, να είμαι πιο σταθερή στο δρόμο που διάλεξα και να βρω κάτι που πραγματικά με γεμίζει ώστε να μην πονάω απο την περιφρόνηση των άλλων και να μην εξαρτώμαι απο τις τρελές τους διαθέσεις,όλο μου το είναι αρνείται σ'αυτή την απόφαση και πάντα αναβάλλει κάθε πρώτο βήμα/

Σα να με προστατεύω και παράλληλα ν'αφήνομαι γλυκά-έρμαιο ενός είδους αυτοκαταστροφής. Λες κι άμα καταστραφώ έχει σημασία το ποιός με κατέστρεψε,οι άλλοι ή εγώ/

Η διαχειρίστρια άφησε πάλι σημείωμα για τα κοινόχρηστα. Να εξοφληθούν πριν ακόμη λήξει η προθεσμία για την εξόφλησή τους. Ήθελα να της χτυπήσω την πόρτα και να της πω ''δώσε μου λίγο ακόμη χρόνο. Τα λεφτά τα έχω αλλά χρειάζομαι χρόνο''. Δεν ξέρω γιατί,ποτέ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, παρά την τελευταία στιγμή. Σα να μην είμαι ποτέ σίγουρη για κάτι και στο τέλος που δεν μπορώ πια να το αποφύγω, το φέρνω σε πέρας μετά απο μεγάλη προσπάθεια/

Αυτά τα πορτοκαλί φώτα στους μικρούς δρόμους της Αθήνας κάνουν την πόλη να φαίνεται πιο μικρή και πιο επικίνδυνη. Όπως στις ταινίες, κάθε φορά που 'μαγειρεύεται' κάτι,οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σε μια παλιά μισοσκότεινη αποθήκη ή μιλούν σ'ένα ερημικό μέρος με μικρά πορτοκαλί φώτα. Φοβάμαι να περπατάω μόνη μου το βράδυ σ'αυτά τα χλομά φώτα, φοβάμαι πολύ μα το απολαμβάνω, νιώθω μια όμορφη θλίψη, νιώθω πως το επικίνδυνο σκοτάδι με προστατεύει απο αυθόρμητες κινήσεις που γίνονται σε λάθος στιγμή. Χτες γύρισα σπίτι με τα πόδια μόνη μου τέσσερεις παρά. Όλοι μα όλοι οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ούτε άνθρωποι, ούτε αυτές οι βρώμικες γάτες γύρω απο τους κάδους σκουπιδιών, ούτε ήχοι. Τεράστια άδεια οικοδομικά τετράγωνα. Τρόμαξα πολύ μα ήταν τόσο όμορφα/


Καληνύχτα...